Τρίτη 21 Αυγούστου 2007

Als das Kind Kind war.

Als das Kind Kind war,
ging es mit hangenden Armen,
wollte der Bach sei ein Flu?,
der Flu? sei ein Strom,
und diese Pfutze das Meer.



Als das Kind Kind war,
wu?te es nicht, da? es Kind war,
alles war ihm beseelt,
und alle Seelen waren eins.



Als das Kind Kind war,
hatte es von nichts eine Meinung,
hatte keine Gewohnheit,
sa? oft im Schneidersitz,
lief aus dem Stand,
hatte einen Wirbel im Haar
und machte kein Gesicht beim fotografieren.



Als das Kind Kind war,
war es die Zeit der folgenden Fragen:
Warum bin ich ich und warum nicht du?
Warum bin ich hier und warum nicht dort?
Wann begann die Zeit und wo endet der Raum?
Ist das Leben unter der Sonne nicht blo? ein Traum?
Ist was ich sehe und hore und rieche
nicht blo? der Schein einer Welt vor der Welt?
Gibt es tatsachlich das Bose und Leute,
die wirklich die Bosen sind?
Wie kann es sein, da? ich, der ich bin,
bevor ich wurde, nicht war,
und da? einmal ich, der ich bin,
nicht mehr der ich bin, sein werde?



Als das Kind Kind war,
wurgte es am Spinat, an den Erbsen, am Milchreis,
und am gedunsteten Blumenkohl.
und i?t jetzt das alles und nicht nur zur Not.



Als das Kind Kind war,
erwachte es einmal in einem fremden Bett
und jetzt immer wieder,
erschienen ihm viele Menschen schon
und jetzt nur noch im Glucksfall,
stellte es sich klar ein Paradies vor
und kann es jetzt hochstens ahnen,
konnte es sich Nichts nicht denken
und schaudert heute davor.



Als das Kind Kind war,
spielte es mit Begeisterung
und jetzt, so ganz bei der Sache wie damals, nur noch,
wenn diese Sache seine Arbeit ist.



Als das Kind Kind war,
genugten ihm als Nahrung Apfel, Brot,
und so ist es immer noch.



Als das Kind Kind war,
fielen ihm die Beeren wie nur Beeren in die Hand
und jetzt immer noch,
machten ihm die frischen Walnusse eine rauhe Zunge
und jetzt immer noch,
hatte es auf jedem Berg
die Sehnsucht nach dem immer hoheren Berg,
und in jeden Stadt
die Sehnsucht nach der noch gro?eren Stadt,
und das ist immer noch so,
griff im Wipfel eines Baums nach dem Kirschen in einemHochgefuhl
wie auch heute noch,
eine Scheu vor jedem Fremden
und hat sie immer noch,
wartete es auf den ersten Schnee,
und wartet so immer noch.



Als das Kind Kind war,
warf es einen Stock als Lanze gegen den Baum,
und sie zittert da heute noch.



Als das Kind Kind war,
ging es mit hangenden Armen,
wollte der Bach sei ein Flu?,
der Flu? sei ein Strom,
und diese Pfutze das Meer.



Als das Kind Kind war,
wu?te es nicht, da? es Kind war,
alles war ihm beseelt,
und alle Seelen waren eins.



Als das Kind Kind war,
hatte es von nichts eine Meinung,
hatte keine Gewohnheit,
sa? oft im Schneidersitz,
lief aus dem Stand,
hatte einen Wirbel im Haar
und machte kein Gesicht beim fotografieren.



Als das Kind Kind war,
war es die Zeit der folgenden Fragen:
Warum bin ich ich und warum nicht du?
Warum bin ich hier und warum nicht dort?
Wann begann die Zeit und wo endet der Raum?
Ist das Leben unter der Sonne nicht blo? ein Traum?
Ist was ich sehe und hore und rieche
nicht blo? der Schein einer Welt vor der Welt?
Gibt es tatsachlich das Bose und Leute,
die wirklich die Bosen sind?
Wie kann es sein, da? ich, der ich bin,
bevor ich wurde, nicht war,
und da? einmal ich, der ich bin,
nicht mehr der ich bin, sein werde?



Als das Kind Kind war,
wurgte es am Spinat, an den Erbsen, am Milchreis,
und am gedunsteten Blumenkohl.
und i?t jetzt das alles und nicht nur zur Not.



Als das Kind Kind war,
erwachte es einmal in einem fremden Bett
und jetzt immer wieder,
erschienen ihm viele Menschen schon
und jetzt nur noch im Glucksfall,
stellte es sich klar ein Paradies vor
und kann es jetzt hochstens ahnen,
konnte es sich Nichts nicht denken
und schaudert heute davor.



Als das Kind Kind war,
spielte es mit Begeisterung
und jetzt, so ganz bei der Sache wie damals, nur noch,
wenn diese Sache seine Arbeit ist.



Als das Kind Kind war,
genugten ihm als Nahrung Apfel, Brot,
und so ist es immer noch.



Als das Kind Kind war,
fielen ihm die Beeren wie nur Beeren in die Hand
und jetzt immer noch,
machten ihm die frischen Walnusse eine rauhe Zunge
und jetzt immer noch,
hatte es auf jedem Berg
die Sehnsucht nach dem immer hoheren Berg,
und in jeden Stadt
die Sehnsucht nach der noch gro?eren Stadt,
und das ist immer noch so,
griff im Wipfel eines Baums nach dem Kirschen in einemHochgefuhl
wie auch heute noch,
eine Scheu vor jedem Fremden
und hat sie immer noch,
wartete es auf den ersten Schnee,
und wartet so immer noch.



Als das Kind Kind war,
warf es einen Stock als Lanze gegen den Baum,
und sie zittert da heute noch.



Cherryfairy

Οι Γερμανοι ξαναρχονται.

Μην μας βλέπετε έτσι. Ή μάλλον κι αν δεν μας βλέπετε γιατί γεμίζουμε τα χαντάκια με τα σκουπίδια σας, τις λωρίδες της αμπάζωτης γης ανάμεσα από τα σπίτια και τα γραφεία σας, είμαστε από μακρινή πατρίδα. Ένας μύθος όλη η ιστορία μας. Αγέννητους μας μετέφεραν ακόμη με πλοιάρια από τη Νέα Γη. Σκαλώσαμε λάθρα στα τσουβάλια το καλαμπόκι, γιατί μας μουρμούρισαν τα φλαμίνγκο ότι υπάρχει κι αλλού μήτρα για να μπολιαστούμε. Φτάσαμε στην Παλιά Γη, αφού σ’ όλο το ταξίδι ρουφήξαμε τους χυμούς των μουχλιασμένων καλαμποκόσπορων. Χάλασε το φορτίο μα ζήσαμε εμείς. Σαν μας πετάξατε στις χωματερές σας, βρήκαμε στη θερμή αγκαλιά της λάσπης καταφύγιο κι ανθίσαμε. Δεν μας προσέξατε αρχικά. Τσάμπα λουλουδιάσαμε τον τόπο κουκουλώνοντας τ’ αποφάγια και τα περιττώματά σας. Ούτε βλέμμα δεν μας ρίξατε. Αλλά εκεί στον απόπατο δυναμώσαμε κι απλώσαμε ριζώματα όλο και πιο πέρα. Κάποτε περάσαμε στα χωράφια σας. Έτσι καλοθρεμμένα και ταϊσμένα που ήταν με τις σβουνιές και τη νοστιμιά της στάχτης είπαμε να κάνουμε κι εμείς φαγοπότι. Από τόσο παλιά άρχισε κι ο πόλεμος με τον αγρότη. Μα όσα φαρμάκια κι αν μας έριξε, εμείς καταφέρναμε και κρυβόμασταν σε μια τόση δα τρίχα κι από κει αναγεννιόμασταν πιο δυνατοί. Μάθαμε να γλείφουμε τα τοξικά, τα δηλητήρια, από μαλθακά βλαστάρια που ήμασταν, κάνανε ξύλο τον κορμό μας, παράλλαξαν το χρώμα του ανθού μας. Φτάσαμε να γίνουμε μαβιά, αλλά και πάλι κανείς δεν στάθηκε να μας θαυμάσει. Πάντως ούτε κι εσείς κερδίσατε ούτε κι εμείς. Προς το παρόν χαμένοι όλοι. Λίγη γη έμεινε και σας την χαρίζουμε για να ζήσετε τα λυμφατικά παιδιά σας. Καλύτερα στα εργαστήρια να ψάξετε την τροφή σας. Για την ώρα εμείς βρήκαμε σπίτι στα αζήτητα, στο ξερόχωμα που βαριέστε να τσαπίσετε, στους ακάλυπτους όπου απλώνετε τις μπουγάδες σας και κλαίτε τα βράδια μπροστά στις ασθμαίνουσες τηλεοράσεις σας. Εμείς βολευτήκαμε εδώ κι ετοιμαζόμαστε. Δεν έχουμε συνηθίσει στην ήττα. Ψάχνουμε στα σωθικά μας τρόπο να νικήσουμε το τσιμέντο, ν’ ανοίξουμε λαγούμια στη συμπαγή αυτοκρατορία του. Όταν εσείς κοιμόσαστε τα βράδια, εμείς ονειρευόμαστε τη Γη να θάλλει πιο μωβ από ποτέ.


doratsirka

Χενρυ Μουρ.

"Όλη η τέχνη πρέπει να έχει ένα ορισμένο μυστήριο και πρέπει να προβάλει τις απαιτήσεις της στο θεατή. Δίνοντας σε ένα γλυπτό ή ένα σχέδιο έναν πάρα πολύ ρητός τίτλος, του αφαιρουμε μέρος εκείνου του μυστηρίου έτσι ώστε ο θεατής κινείται προς το επόμενο αντικείμενο, και δεν καταβάλλει καμία προσπάθεια να συλλογιστεί την έννοια αυτού που μόλις εβλεπε. Ο καθένας σκέφτεται ότι κοιτάζει αλλά στην πραγματικοτητα, δεν βλεπουν."

Χένρυ Μουρ (Henry Moore, 30 Ιουλίου 1898 - 1986) άγγλος γλύπτης του εικοστού αιώνα. Ο Μουρ είναι γνωστός για τις μεγάλες αφηρημένες ανθρώπινες φιγούρες του.


Στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο πολέμησε στη Γαλλία και το 1919 μπήκε στη Σχολή Καλών Τεχνών του Ληντς. Στο Βασιλικό Κολέγιο Τέχνης του Λονδίνου όπου συνέχισε τις σπουδές του μέχρι το 1925, ενδιαφέρθηκε κυρίως για την αρχαϊκή και την πρωτόγονη τέχνη. Μετά τις σπουδές του, το 1925 έζησε επί έξι μήνες στην Ιταλία. Στη δεκαετία του 1920 τα έργα του χαρακτηρίζονται από τις επιδράσεις των καλλιτεχνών της αναγέννησης Μαζάκιο, Πισάνο και του Μικελάντζελο αλλά και άλλων όπως του Ρουμάνου γλύπτη που εργαζόταν στη Γαλλία Κωνσταντίν Μπρακούζι. Δέχτηκε επίσης έμπνευση από την προκολομβιανή τέχνη της Αμερικής του Μεξικού (Ίνκας). Άρχισε να γίνεται γνωστός μετά τον πόλεμο.


Στη δεκαετία του 1930 δέχτηκε επιδράσεις από τον Πικάσο και τα γλυπτά του εκείνης της περιόδου είναι κυρίως από ξύλο, με απλές μορφές και γραμμές με τρύπες και με οδοντώσεις και με καλύμματα λεπτά σιδερένια.


Η μεγαλύτερη επίδραση στο έργο του προέρχεται όμως από την παρατήρηση των μορφών που υπάρχουν στη φύση, όπως ομολογεί και ο ίδιος. Στα ώριμα έργα του ο Μουρ αναπαριστά μορφές που καθρεφτίζονται από μορφές που υπάρχουν στην φύση, κυρίως με σχήματα που έχουν καμπύλες.


Τα αγαπημένα του θέματα είναι μητέρες με μωρά στην αγκαλιά, οικογένειες, πεσμένοι στρατιώτες και κυρίως μια φιγούρα ανθρώπου πλαγιαστού, που την έφτιαξε σε ξύλο, πέτρα και μπρούντζο και στο τέλος με μάρμαρο. Τα έργα του είναι από ρεαλιστικά μέχρι αφηρημένα.


Εκτός από τα γλυπτά ο Μουρ έφτιαξε και σχέδια, κυρίως ανθρώπων σε καταφύγια στη διάρκεια του β' παγκοσμίου πολέμου. Στα σχέδια αυτά φαίνεται η επίδραση του πολέμου στα αθώα και ανυπεράσπιστα πρόσωπα των ηρώων του.


Μεταξύ των μεγαλύτερων συμπλεγμάτων του είναι εκείνο στο κτίριο της ΟΥΝΕΣΚΟ στο Παρίσι, εκείνο στο Μουσείο Μοντέρνας τέχνης του κέντρου Λίνκολν στη Νέα Υόρκη και εκείνο στο δημαρχείο του Τορόντο.


Παρόλο που στα ύστατα χρόνια της ζωής του ήταν από τους πιο πλούσιους Βρετανούς, συνέχισε να ζει λιτά, απλά και παρέμεινε πιστός στις απλές αρχές που τον διακατείχαν σε όλη του τη ζωή.


Το 2000 διοργανοθικε στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Άνδρου η έκθεση Χένρυ Μουρ υπό το φως της Ελλάδος.

Η αρχική έκδοση του άρθρου αυτού βασίστηκε σε αντίστοιχο άρθρο της Live-Pedia.gr δημοσιευμένο με την GFDL.


Sir Henry Spencer Moore OM CH FBA, (30 July 1898 – 31 August 1986) was a British artist and sculptor. The son of a mining engineer, born in the Yorkshire town of Castleford, Moore became well known for his larger-scale abstract cast bronze and carved marble sculptures. Substantially supported by the British art establishment, Moore helped to introduce a particular form of modernism into the United Kingdom.


His ability to satisfy large-scale commissions made him exceptionally wealthy towards the end of his life. However, he lived frugally and most of his wealth went to endow the Henry Moore Foundation, which continues to support education and promotion of the arts.


His signature form is a pierced reclining figure, first influenced by a Toltec-Maya sculpture known as "Chac Mool", which he had seen as a plaster cast in Paris in 1925. Early versions are pierced conventionally as a bent arm reconnects with the body. Later more abstract versions are pierced directly through the body in order to explore the concave and convex shapes. These more extreme piercings developed in parallel with Barbara Hepworth's sculptures. Hepworth first pierced a torso after misreading a review of one of Henry Moore's early shows.

Σάββατο 18 Αυγούστου 2007

Σερτζιο Λεονε.

Ο Σέρτζιο Λεόνε (ιταλ. Sergio Leone) (3 Ιανουαρίου, 1929 - 30 Απριλίου, 1989) ήταν ένας Ιταλός σκηνοθέτης. Έγινε γνωστός και έμεινε στην ιστορία για τα αποκαλούμενα "σπαγγέτι γουέστερν" του καθώς και για το χαρακτηριστικό τρόπο κινηματογράφισης του, όπου συχνά αντιπαραθέτει πολύ κοντινά πλάνα (close-ups) με μαρινές λήψεις (long shots).


Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Ρώμη. Ο πατέρας του, Vincenzo Leone, ήταν από ένας τους πρώτους σκηνοθές του Ιταλικού κινηματογράφου (με το ψευδώνυμο Ρομπέρτο Ρομπέρτι) και η μητέρα του ηθοποιός. Άρχισε να δουλεύει στιν κινηματογράφο σε ηλικία 18 ετών. Ξεκίνησε γράφοντας σενάρια στη δεκαετία του '50 για τα επονομαζώμενα "πέπλα" (ψευδοϊστορικά έπη χαμηλού προϋπολογισμού) που ήταν εξαιρετικά δημοφιλή εκείνη την εποχή. Παράλληλα εργάστηκε σαν βοηθός σκηνοθέτη σε γνωστές Χολυγουντιανές παραγωγές που γυρίστικαν στα περίφημα στούντιο της Τσινετσιτά, μεταξύ των οποίων τα Κβο Βάντις (1951) και Μπεν Χουρ (1959).

Το 1959 στη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας Οι Τελευταίες Μέρες της Πομπηίας ο βασικός σκηνοθέτης Mario Bonnard αρώστησε βαριά και οι παραγωγοί ζήτησαν από το Λεόνε, που εργάζονταν σαν βοηθός σκηνοθέτη, να ολοκληρώσει την ταινία. Όταν δυο χρόνια αργότερα κλήθηκε να σκηνοθετήσει τον Κολοσσό της Ρόδου είχε ήδη την εμπειρία για να ανταπορκιθεί στις απαιτήσεις τέτοιων παραγωγών.

Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '60 η απήχηση των ιστορικών επών εκφυλίστηκε, ο Λεόνε εντούτοις είχε την τύχη να βρίσκεται ανάμεσα στους πρωτοπόρους που ασχολήθηκαν με το ανερχόμενο τότε είδος των γουέστερν. Η ταινία του Για Μια Χούφτα Δολλάρια (Per un pugno di dollari, 1964) υπήρξε μια από τις πρώτες (και πολύ επιτυχημένες) προσπάθειες στο είδος του "σπαγγέτι γουέστερν". Βασισμένο στο Ιαπωνικό ιστορικό έπος του Ακίρα Κουροσάβα, Yojimbo (1961), προκάλεσε νομικές διαμάχες με τον Ιάπωνα δημιουργό. Έμεινε επίσης στην ιστορία ως η ταινία που καθιέρωσε τον Κλιντ Ίστγουντ, έναν άγνωστο μέχρι τότε τηλεοπτικό ηθοποιό, σε παγκόσμιο αστέρα.

Η ατμόσφαιρα της ταινίας, αποτέλεσμα εν μέρη του μικρού προυπολογισμού και των Ισπανικών τοπίων που χρησιμοποιήθηκαν, παρουσίασε ενα τραχύ, βίαιο και ηθικά περίπλοκο όραμα της Αμερικανικής Δύσης, που αν και αποτελούσε φόρο τιμής στα παραδοσιακά Αμερικανικά γουέστερν, διαφοροπιούνταν σημαντικά από αυτά σε επίπεδο ιστορίας, πλοκής, διάθεσης και σκιαγράφισης των χαρακτήρων. O Λεόνε επάξια αναγνωρίζεται σαν ο αναμορφωτής του σύγχρονου γουέστερν δημιουργώντας ένα ρεύμα που επηρέασε όλα τα μελλοντικά γουέστερν αλλά και διαφορετικά είδη ταινιών. Στα κλασσικά γουέστερν οι ήρωες των ταινιών, καλοί και κακοί, παρουσιάζονταν πάντα ατσαλάκωτοι και καθαροί, ενώ η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο ήθος του καθενός ήταν πάντα τονισμένη και ευδιάκριτη (με τη βοήθεια ακόμα και των ρούχων τους, οι καλοί φορούσαν πάντα άσπρο καπέλο, ενω οι κακοί μαύρο). Οι χαρακτήρες του Λεόνε αντιθέτως υπήρξαν πολύ πιο "ρεαλιστικοί" και περίπλοκοι. Συνήθως ήταν μοναχικά-αντικοινωνικά όντα, που σπάνια πλένοταν ή ξυρίζονταν, έδειχναν βρώμικοι και είχαν βεβαρημένο παρελθόν. Ο αμφίσημος χαρακτήρας τους ανάλογα με τις περιστάσεις μεταρέπονταν από συμπονετικός και γεναιόδωρος σε βάρβαρο, κυνικά εγωιστή και καιροσκοπικό. Αυτή η άισθηση ρεαλισμού επηρρεάζει ακόμα και σήμερα τα γουέστερν που γυρίζονται. Πολλοί αποκάλεσαν ειρωνία το γεγονός οτι ένας Ιταλός, που δεν μίλαγε Αγγλικά και δεν είχε ποτέ του αντικρύσει την Αμερικάνική Δύση μπόρεσε σχεδόν μεμιάς να αλλάξει για πάντα την αρχετυπική εικόνα του "καομπόι.

Οι δύο επόμενες ταινίες του, Μονομαχία στο Ελ Πάσο (1965) και Ο Καλός, Ο Κακός και ο Άσχημος (1966), ολοκλήρωσαν την τριλογία, με την κάθε μια να είναι εμπορικά πιο επιτυχημένη και τεχνικά αρτιότερη από την προηγούμενη. Τη μουσική και στις τρείς αυτές ταινίες υπογράφει ο παραγωγικότατος συμπατριώτης του Λεόνε και θρύλος σήμερα της μουσικής, Ένιο Μορικόνε. Ο Λεόνε είχε αναπτύξει έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο κινηματογράφισης γύριζοντας τις σκηνές των ταινιών του με υπόκρουση την μουσική του Μορικόνε. Οι περισσότεροι κριτικοί συμφωνούν οτι Ο Καλός, Ο Κακός και ο Άσχημος ήταν η κορυφαία ταινία της τριλογίας.

Με εφαλτήριο την επιτυχία της τριλογίας του, το 1967 εκκλήθει στην Αμερική προκειμένου να σκηνοθετήσει αυτό που ήλπιζε να αποτελέσει το αριστούργημα του, το φιλόδοξο Κάποτε στη Δύση, για λογαριασμο της Paramount Pictures. Γυρισμένο ώς επι το πλήστον σε Ισπανία και Ιταλία και εν μέρη στο Monument Valley της Γιούτα και με πρωταγωνιστές τους Χένρι Φόντα, Τσαρλς Μπρόνσον και Κλαούντια Καρντινάλε, αποτέλουσε μια εκτεταμένη, συχνά βίαια και ονειρική φιλοσόφιση πάνω στη μυθολογία της Αμερικανικής Δύσης. Την ιστορία έγραψαν οι Μπερνάρντο Μπερτολούτσι και Ντάριο Αρτζέντο (με σημαντικές μετέπειτα καριέρες ως σκηνοθέτες) και το σενάριο υπέγραψε ο μακροχρόνιος φίλος και συνεργάτης του Λεόνε, Σέρτζιο Ντονάτι. Οι υπέυθυνοι της Paramount ξαναμοντάρησαν το υλικό πριν τη διανομή του στις αίθουσες με αποτέλεσμα την εμπορική του αποτυχία στις Η.Π.Α. Στην Ευρώπη η ταινία έγινε επιτυχία και σήμερα θεωρείται από πολλούς ώς η κορφαία ταινία του δημιουργού.

Τα επόμενα χρόνια ο Λεόνε σκηνοθέτησε την ταινία A Fistful of Dynamite (Giu la testa, 1971), έκανε την παραγωγή σε έναν μικρό αριθμό ταινών και δημιούργησε βραβευμένα τηλεοπτικά σποτ. Είχε απορίψει την πρόταση να σκηνοθετήσει το Νονό για χάρη μιας άλλης γκαγκστερικής ιστορίας που είχε συλλάβει μερικά χρόνια πριν. Αφιέρωσε περισσότερα από δέκα χρόνια σε αυτή την παραγωγή που βασίζονταν στο βιβλίο του Harry Grey, "The Hoods" και εξιστορούσε τη ζωή τεσσάρων εβραϊκής καταγωγής γκάνγκστερ στη Νέα Υόρκη της εποχής του μεσοπολέμου. Το Κάποτε στην Αμερική (1984) με πρωταγωνιστές τους Ρόμπερτ Ντε Νίρο και Τζέημς Γουντς ήταν ακόμα μια φιλοσοφική ματιά πάνω σε έναν Αμερικανικό μύθο, το ρόλο της απληστίας και της βίας στη δύσκολη συνύπαρξη τους με ένοιες όπως εθνική καταγωγή και φιλία. Για μία ακόμη φορά το τελικό αποτέλεσμα κρίθηκε υπερβολικά μεγάλο σε διάρκεια και πολυ δηκτικό για τα στάνταρ του στούντιο, με αποτέλεσμα την δραστική περικοπή σκηνών (για την Αμερικανική αγορά μόνο) και την εμπορική αποτυχία. Στον υπόλοιπο κόσμο η ταινία προβλήθηκε χωρίς περικοπές στην πλήρη διάρκεια της (4 ώρες) και αποτέλεσε τόσο εμπορική όσο και καλλιτεχνική επιτυχία.

Τη χρονία που πέθανε, το 1989, βρίσκονταν ήδη σε προχωρημένο στάδιο η προετοιμασία της επόμενης ταινίας του, ενός ιστορικού έπους που διαδραματίζονταν κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Λένινγκραντ στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Λεόνε ήταν διαβόητος για την ακόρεστη όρεξη του, κάτι που τον οδήγησε στην παχυσαρκία, παράγοντας που πιθανότατα συντέλεσε στο θάνατο του από έμφραγμα του μυοκαρδίου.

Αν και οι κριτικοί αρχικά δεν εκτίμησαν το έργο του, εξαιτίας της αρνητικής προκατάληψης απέναντι στα σπαγγέτι γουέστερν, σήμερα η αξία του Λέονε αναγνωρίζεται παγκοσμίως.

Φιλμογραφια του Σερτζιο Λεονε.

Οι Τελευταίες Μέρες της Πομπηίας (Gli ultimi giorni di Pompei, 1959) (Ο Λεόνε υπήρξε βοηθός σκηνοθέτη στη συγκερκιμένη ταινία, αλλά ανέλαβε την σκηνοθεσία όταν αρρώστησε ο βασικός σκηνοθέτης Mario Bonnard)
Ο Κολοσσός της Ρόδου (1961)
Για Μια Χούφτα Δολλάρια (Per un pugno di dollari, 1964)
Μονομαχία Στο Ελ Πάσο (Per qualche dollaro in piu, 1965)
Ο Καλός, Ο Κακός και ο Άσχημος (Il buono, il brutto, il cattivo, 1966)
Κάποτε στη Δύση (C'era una volta il West, 1968)
A Fistful of Dynamite (Giu la testa, 1971)
Κάποτε στην Αμερική (C'era una volta in America, 1984)